αἰτιολογικά

αἰτιολογικά
αἰτιολογικός
ready at giving the cause
neut nom/voc/acc pl
αἰτιολογικά̱ , αἰτιολογικός
ready at giving the cause
fem nom/voc/acc dual
αἰτιολογικά̱ , αἰτιολογικός
ready at giving the cause
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αἰτιολογικάς — αἰτιολογικά̱ς , αἰτιολογικός ready at giving the cause fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… …   Dictionary of Greek

  • μεσοθηλίωμα — Σπάνιος καρκινικός όγκος των μεμβρανών που καλύπτουν τους πνεύμονες και του επιθηλίου της θωρακικής κοιλότητας. Αιτιολογικά συνδέεται με έκθεση στον αμίαντο. * * * το ιατρ. σπάνιος καλοήθης ή κακοήθης όγκος που εκπορεύεται από το μεσοθήλιο …   Dictionary of Greek

  • εγκεφαλοπάθεια, σπογγοειδής — Ομάδα σποραδικών (αυτόματης εμφάνισης, χωρίς αναγνωριζόμενη αιτία), μεταδιδόμενων ή κληρονομικών εγκεφαλοπαθειών, που παρουσιάζουν ποικιλία στον χρόνο επώασης και στην ταχύτητα εξέλιξης, είναι όμως πάντα θανατηφόρες, αφού μέχρι τώρα δεν υπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • κεγχριά — Δερματικό εξάνθημα που συνδέεται αιτιολογικά με κατακράτηση ιδρώτα στους ιδρωτοποιούς αδένες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”